- κοιλιογραφία
- η1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ventriculography < ventricul- (< λατ. ventriculum «κοιλίτσα») + συνδετικό φωνήεν -ο + -graphy (πρβλ. -γραφία < -γραφῶ < -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.